- κροκηρός
- κροκ-ηρός, ά, όν,A made with saffron,
φάρμακον Gal.13.182
, Paul.Aeg.6.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάρμακον Gal.13.182
, Paul.Aeg.6.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκηρός — κροκηρός, ά, όν (Α) ο παρασκευασμένος από το φυτό κρόκος («κροκηρὸν φάρμακον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ηρός (πρβλ. οιν ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
κροκηρά — κροκηρός made with saffron neut nom/voc/acc pl κροκηρά̱ , κροκηρός made with saffron fem nom/voc/acc dual κροκηρά̱ , κροκηρός made with saffron fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηρόν — κροκηρός made with saffron masc acc sg κροκηρός made with saffron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηροῦ — κροκηρός made with saffron masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηρῷ — κροκηρός made with saffron masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek